- ὑπτίασμα
- ὑπτίασμαthat which is laid backneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπτίασμα — άσματος, τὸ, Α [ὑπτιάζω] (ποιητ. τ.) 1. καθετί που βρίσκεται σε ύπτια θέση 2. (κατ επέκτ.) α) πτώμα β) θάνατος 3. φρ. «ὑπτιάσματα χειρῶν» η ύπτια στάση τών χεριών ανθρώπου που ικετεύει (Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ὑπτιάσμασι — ὑπτίασμα that which is laid back neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπτιάσμασιν — ὑπτίασμα that which is laid back neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)